τροπόφυτο

τροπόφυτο
το, Ν
(βιογεωγρ.) το φυτό που έχει προσαρμοστεί και επιβιώνει σε ένα κλίμα όπου υπάρχει εναλλαγή υγρών και ξηρών εποχών και το οποίο περιέρχεται σε κατάσταση λήθαργου κατά την εποχή τής ξηρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tropophyte < τρόπος + φυτό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”